αναθίβαλμα

αναθίβαλμα
το (чаще πλ. ) обл происки, интриги, клевета

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναθίβαλμα" в других словарях:

  • αναθίβαλμα — το [αναθιβάλλω] πανουργία, διαβολή, ραδιουργία …   Dictionary of Greek

  • αναθίβαλμα — το, ατος κακολογία, διαβολή: Αυτά είναι αναθιβάλματα και να μην τα πιστεύεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθιβάλλω — και βάνω 1. έχω ενδοιασμούς, διστάζω, αμφιβάλλω 2. έχω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ 3. απρόσ. (μου) αναθιβάλλει έρχεται στον νου μου 4. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω, αφηγούμαι 5. φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ, θυμάμαι 6. συλλογίζομαι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»